Τετάρτη 11 Απριλίου 2012


ΟΜΟΡΦΕ ΑΓΝΩΣΤΕ…ΝΟΜΕ ΜΟΥ



 Όλα ξεκίνησαν από ένα μήνυμα στο facebook.
- ‘’Τώρα κατάλαβα γιατί το Πολυλίμνιο το λένε έτσι. Έχει πολλές λιμνούλες! Χαχα ! Ωραία είναι τα μέρη σας!!’’.

 Το κοίταξα το ξανακοίταξα.. ’’τι λέει ο Τάσος” αναρωτήθηκα και απάντησα άμεσα ‘’το ποιο; Μήπως  τα μπέρδεψες Τασούλη;’’. Μην τα πολυλογώ μετά την ανταλλαγή καμιά δεκαριά μηνυμάτων  πείστηκα ότι κάπου κοντά στην κωμόπολη μου, μερικά χιλιόμετρα νοτιοδυτικά, υπάρχει μια τοποθεσία αρκετά όμορφη απ’ ότι μου έδωσε να καταλάβω αλλά άγνωστη τόσο σε μένα όσο και στο σύνολο του περίγυρου μου.

Πέρασε το καλοκαιράκι πήγα σαν καλός κατεργάρης  στον πάγκο μου με μια σκέψη- δέσμευση να τριγυρνά στο μυαλό μου. Να επισκεφτώ αυτό το μέρος που ενώ βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής απ’ την ιδιαίτερη πατρίδα μου εγώ δεν είχα ιδέα.

Οι εποχές συνέχισαν σταθερά τον κύκλο τους.  Έφυγαν οι βαρυχειμωνιές φτάσαν ξανά τα καλοκαίρια και γω σαν μεταναστευτικό χελιδόνι  γύρισα στα πάτρια με τις γαλάζιες παραλίες για τις διακοπές μου . Και επειδή στον άνθρωπο δεν είναι καλό να μένουν απωθημένα, ένα ζεστό μεσημεράκι του Ιουλίου πήρα το δρόμο το στρατί για το Πολυλίμνιο. Οργανωμένη! με τα νεράκια μου, την φωτογραφική μου μηχανή, φυσικά το καπέλο μου, σαγιονάρα στο ποδάρι (στην συνέχεια διαπίστωσα ότι ένα κλειστό παπουτσάκι ταίριαζε καλύτερα) αλλά χωρίς το μαγιό μου δυστυχώς! (Μα που να το ξέρα ο άνθρωπος;).

Πέρασα αρκετά χωριουδάκια με κατεύθυνση την Καλαμάτα και κάπου εκεί στο σημείο του δρόμου που επιλέγεις την στροφή προς Καλαμάτα και όχι προς Πύλο, για την ακρίβεια 100 μέτρα μετά, είδα μια ταμπέλα προς  ‘’ Πολυλίμνιο’’. Μα που στο καλό ξεφύτρωσε αυτό; Πόσο παρατηρητική μπορεί να είμαι; Απ’ αυτό το δρόμο έχω περάσει πάμπολλες  φορές κι όμως ποτέ μα ποτέ δεν είχα δει κάτι. Όχι κατ’ ανάγκη για να πάω, απλά να κατατοπιστώ γεωγραφικά βρε παιδί μου! Τι πέφτει που!
Έστριψα το μικρό μου Κορσάκι προς τα δεξιά και με μεγάλο άγχος, μιας και το ενσωματωμένο GPS του μυαλού μου ουκ ολίγες φορές με έχει αποπροσανατολίσει  σε σημείο επίκλησης στην ιέρεια Νικολούλη για καλά ξεμπερδέματα, διέσχισα τον κακοτράχαλο αγροτικό δρόμο μέχρι που έφτασα στο τέλος του. Μπροστά μου έστεκε με μεγαλοπρέπεια μέσα στο ξύλινο πλαίσιο της μια πινακίδα- σχεδιάγραμμα που ανήγγελλε την άφιξη μου στον τελικό μου προορισμό.

Φόρεσα την ‘’αρματωσιά’’ μου και πήρα τον μακρύ και απότομα κατηφορικό δρόμο που οδηγούσε σε μια κατάφυτη χαράδρα. Δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτα. Ούτε λίμνες! Ούτε πολλές! Μόνο αρκετές ομάδες ανθρώπων όλων των ηλικιών που ανεβοκατέβαιναν κι αυτοί αγκομαχώντας τον ίδιο δρόμο που είχα πάρει κι εγώ.

Η κατάβαση ήταν ήδη δύσκολη και το μόνο που τριγυρνούσε στο μυαλό μου ήταν η.. ανάβαση! Όπως στα βιβλία που διαβάζει κανείς λίγο την αρχή και μετά είτε γιατί βαριέται, είτε επειδή είναι ανυπόμονος, είτε δεν ξέρω και γω γιατί, ‘’ τρέχει’’ στο τέλος χάνοντας το ενδιάμεσο ταξίδι. Εγώ το ‘’ταξίδι’’ θα το έκανα όλο, όμως αυτό το φινάλε μου φαινόταν μαρτυρικό και κόντρα ανηφορικό σε υψηλές θερμοκρασίες.

Στο τέλος της κατηφόρας υπήρχε ένα παγκάκι σε μιαν άκρη, κάτω από μια συστάδα δέντρων( για την ακρίβεια τα δέντρα βρίσκονταν παντού δηλ βρισκόμουν μέσα στα δέντρα) και δίπλα ήταν μια γούρνα με τρεχούμενο νερό. Αναψοκοκκινισμένη δροσίστηκα, ήπια και μια γουλιά απ το δικό μου νεράκι και κάθισα μέχρι να βρω ανάσα. Η ‘’ροή’’ του κόσμου ήταν συνεχής αλλά μέτρια και με την σειρά μου ακολούθησα  την πορεία που με έχωνε πιο βαθιά μέσα στη χαράδρα.

Αρχικά βρέθηκα μπροστά σ’ ένα ξύλινο γεφυράκι που διέτρεχε μια πράσινη λίμνη και οδηγούσε στην απέναντι όχθη της. Τη διέσχισα περπατώντας μέσα σ’ ένα θόλο δέντρων. Η φωτογραφική μου πήρε ‘’φωτιά’’. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το κελάρυσμα του νερού που περιστασιακά διακοπτόταν απ’ τις κουβέντες των ‘’συνοδοιπόρων’’ μου.

Παντού πράσινο σε όλες τις αποχρώσεις του. Συνέχισα να περπατώ. Όλοι ακολουθούσαν μια σταθερή ανοδική διαδρομή που οδηγούσε κάπου, σε κάτι που αποκαλυπτόταν σταδιακά, λες και ο τελικός προορισμός δεν ήθελε να ταράξει την μαγεία του ενδιάμεσου ταξιδιού. Μικρά ψαράκια κολυμπούσαν νωχελικά εκεί σε μιαν άκρη της πρώτης λιμνούλας. Τα τράβηξα κι αυτά φωτογραφία. Δεν πολυφαίνοταν και τα’ βαλα με τον εαυτό μου που ακόμα δεν είχα μπει στον κόπο να μάθω τις ρυθμίσεις.

Τα τζιτζίκια είχαν στήσει γερό γλέντι και οι ήχοι τους εναρμονίζονταν σ’ ένα υπέροχο πάντρεμα με τον ήχο του νερού που όλο έπεφτε..πιο μακριά..πιο κοντά..αλλά σίγουρα παντού. Εκείνες τις στιγμές το μυαλό δεν σκέφτεται. Κοκαλώνει. Λειτουργούν μόνο οι αισθήσεις. Μυρωδιές, ήχοι, εικόνες, αγγίγματα, ένα εκρηκτικό μείγμα που συνταράζει την γεύση, την γεύση της ζωής.

Βάλθηκα να ανεβαίνω σε μια πορεία που γινόταν σταδιακά όλο και πιο δύσκολη, δύσβατη. Βράχια παντού, λειασμένες πέτρες μικρές μεγάλες και οι σαγιονάρες μου σκάλωναν, γλίστραγαν, με βασάνιζαν. Οι λιμνούλες διαδέχονταν με μορφή μοτίβου η μια την άλλη και στο ενδιάμεσο τους ενώνονταν με μικρά ρυάκια κρύου, γάργαρου, κρυστάλλινου νερού. Ο  θόλος είχε δώσει από ώρα την θέση του σε δέντρα που κύκλωναν τα νερά περιμετρικά και γω περπατούσα ανάμεσα σε πικροδάφνες που ‘’πετάγονταν’’ μπροστά μου.  Πολύχρωμες πεταλούδες πόζαραν αδιάφορα στον φωτογραφικό μου φακό και τράβαγα ότι έβλεπα. Ρυάκια, λίμνες, δέντρα πέτρες  λες και μπορούσε ο φακός  να συγκρατήσει την διάρκεια ενός μεγαλείου και όχι μία και μοναδική στιγμή στην αιωνιότητα.

Η ματιά μου αιχμαλωτίστηκε από πανέμορφες λιβελούλες.  Αυτές με ταλαιπώρησαν ιδιαίτερα. Ήταν σε δυο χρώματα. Μαύρες και μπλε ιριδίζουσες! Ο ήδη σταματημένος χρόνος ξανασταμάτησε (πάντως το μισάωρο το έφαγα σίγουρα) στην προσπάθεια μου να πείσω τα μοντέλα μου να ποζάρουν όπως ήθελα εγώ. ‘’ Ανοιχτά φτερά’’! αυτό γινόταν για κλάσματα όμως δευτερολέπτου και η δική μου ταχύτητα στις εκκινήσεις με οδηγούσε σε μία συνεχή  ήττα. Εκείνες τις στιγμές ζήλεψα τον Steven Austin  που βάζει ακόμα και τα πιο δηλητηριώδη φίδια του πλανήτη να του ποζάρουν με άνεση μεγαλύτερη κι απ’ αυτή των πλέον έμπειρων μοντέλων.

Ξέχασα ότι είχα κουραστεί, ότι δεν ήξερα που οδεύω αλλά ακολουθούσα μια προδιαγεγραμμένη μοίρα. Και πιστέψτε με το καλύτερο βρισκόταν στο τέλος! Σαν την κρυμμένη σοκολάτα στην άκρη του παγωτού εκείνη που λαχταράς να φας πως και πως. Μια τεράστια καταπράσινη λίμνη που περιβαλλόταν από βράχια και δέντρα που έσκυβαν πάνω της και ανηφόριζαν μέχρι την κορυφή του βουνού και στο βάθος τρεχούμενο νερό να γκρεμίζεται με δύναμη απ’ τα ψηλά γρήγορο και βιαστικό σαν ανυπόμονος εραστής που αναζητά την αγκαλιά της αγαπημένης του.

Ίσως να απόμεινα με τα μάτια γουρλωμένα και το στόμα ορθάνοιχτο..τι να κάνει και τούτη η έρμη φωτογραφική μηχανή..ότι κι αν έκανε λίγο θα ήταν! Αρκετοί κολυμπούσαν κι άλλοι είχαν κολλήσει ανάσκελα τεντωμένοι πάνω στα βράχια κοιτάζοντας νερό, δέντρα και ουρανό. Άραγε τι να χρειάζεται ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος; Και ξάφνου μιαν αναλαμπή! ‘’που είναι το μαγιό σου κοπελιά;’’ ..στη βαλίτσα αρκετά χιλιόμετρα παραπέρα. Άξιζε να μπει κανείς έστω και για λίγο, όσο του επέτρεπε το σώμα του να αντέξει το παγωμένο νερό.

Ο δρόμος της επιστροφής πάντα είναι πιο γρήγορος (αυτό πάλι πως γίνεται δεν το χω καταλάβει!). Βρέθηκα απ’ το προηγούμενο slow motion σε fast speed  καθισμένη στο γνωστό παγκάκι προσπαθώντας πάλι να βρω ανάσα, να ηρεμήσω τα πόδια μου που έτρεμαν ακατάσχετα και να απαντώ σε μια συμπαθέστατη κυρία που με ρωτούσε διακριτικά πόθεν κρατά η σκουφιά μου κλπ κλπ..και ταυτόχρονα να σκέφτομαι  πόσο πολύ μου αρέσει το κολιέ της βρίσκοντας επίσης το βάψιμο της υπερβολικό (Γυναίκες! θα σκεφτεί ένας αντρικός νους).

Ήρεμη και χορτασμένη από ομορφιά βάλθηκα να κοιτάζω την ανηφόρα κατάματα, αυτό το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής που λίγες ώρες πριν ήταν το αρχικό,  με την προγενέστερη σκέψη να εικονοποιείται μπροστά μου. Και κάτι τέτοιες στιγμές στην ζωή μου έχω μιαν απίστευτη συνήθεια. Να μεταφέρω τραγούδια στην πεζή μου πραγματικότητα. Θα μπορούσα σίγουρα να σκεφτώ το γνωστό ‘’ η ζωή τραβά την ανηφόρα’’, αντιθέτως σκέφτηκα  στοίχο απ’ το υπέροχο τραγούδι των Πυξ Λαξ ‘’ ότι αξίζει πονάει κι είναι δύσκολο’’. Ταίριαζε απόλυτα.

-          Στο νομό Μεσσηνίας στην κοινότητα Χαραυγή του Δήμου Βουφράδος και σε απόσταση 20 περίπου χιλιομέτρων απ’ την Καλαμάτα βρίσκεται το Πολυλίμνιο, ένας επίγειος παράδεισος που σχηματίζεται από το σύμπλεγμα πολλών λιμνών οι οποίες λόγω του ανώμαλου εδάφους σχηματίζουν πολλούς καταρράκτες. Εκτός από τις μικρές λιμνούλες υπάρχουν και οι τρείς μεγάλες. Η λίμνη του Ιταλού, η λίμνη Καδούλα και η λίμνη Κάδη με τον υπέροχο καταρράκτη των 25 μέτρων στην οποία κανείς μπορεί να κολυμπήσει. Ένας μοναδικός προορισμός για όσους λατρεύουν τη φύση.


Τότα Βελησσάρη


2 σχόλια:

  1. ωραία η περιγραφή σου friend μου!!! είναι ένας από τους επόμενους προορισμούς μας, μιας κι εμείς βρεθήκαμε εκεί κοντά αλλά δίχως εξοπλισμό!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή